- αποπροσανατολισμός
- ο дезориентация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποπροσανατολισμός — ο συνειδητή ή ακούσια απομάκρυνση από τον ορθό προσανατολισμό, εκτροπή από τη σωστή κατεύθυνση («αποπροσανατολισμός της νεολαίας, του εργατικού κινήματος, της οικονομίας») … Dictionary of Greek
αποπροσανατολισμός — ο η απώλεια του προσανατολισμού, η ηθελημένη εξώθηση κάποιου (από κάποιον άλλο) να επικεντρώσει την προσοχή του σε κάτι το ασήμαντο: Η κυβέρνηση επιδιώκει τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης. Ρ. αποπροσανατολίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)